WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
get into debt v expr (incur monetary liabilities)χρωστάω, χρστώ ρ αμ
  έχω χρέη ρ μ + ουσ ουδ πλ
 If you keep buying things you can't afford, you'll soon get into debt.
 If you spend more than you earn, you will inevitably get into debt.
 Αν συνεχίσεις να αγοράζεις πράγματα που δε μπορείς να πληρώσεις, σύντομα θα χρωστάς. // Αν ξοδεύεις περισσότερα απ' όσα κερδίζεις, αναπόφευκτα θα χρωστάς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση get into debt στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «get into debt».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!